Chalcides ocellatus, or ocellated skink (also known as eyed skink or gongilo) is a species of skink found in Greece, southern Italy,Malta, and parts of northern Africa.
As an adult, it generally reaches about 15 to 30 cm (6 to 12 in) of length with a 22 to 39 g weight and has a small head, cylindrical body, and five toes on each foot. They are very agile and are often found in arid areas. It is strongly related to Chalcides colosii, and C. colosii was formerly considered a subspecies of C. ocellatus. C. ocellatus is notable for the presence of ocelli and for its wide variety of coloration patterns. It preys on various insects, including those with hard exoskeletons, arachnids, and small lizards, including its own young. In captivity it also eats sweet fruits, boiled eggs and pieces of meat. Females of the species give birth to live young through vivipary.
Chalcides ocellatus is considered to be a generalist species and can be found in a wide variety of environments, such as farmland and gravel deserts around the Mediterranean coast. Its main escape tactic from predators is to run behind vegetation, most likely because it is not suited to run very fast. Its limbs are somewhat short, but not adapted for fossorial movement.From Wikipedia, the free encyclopedia
Πλήρες όνομα: Chalcides ocellatus (Forskal, 1775)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.
Περιγραφή:
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που μπορεί να φτάσει τα 20cm σε μήκος και ουρά που δεν ξεπερνά τα 15cm. Λεία πλάτη με κιτρινοκάστανο χρωματισμό στον οποίο διακρίνονται λευκά στίματα που περιβάλλονται από μαύρο δίσκο. Η κοιλιακή επιφάνεια διαθέτει ωχρόλευκο χρωματισμό χωρίς εμφανή στίγματα.
Μεσαίου μεγέθους σαύρα με σώμα που μπορεί να φτάσει τα 20cm σε μήκος και ουρά που δεν ξεπερνά τα 15cm. Λεία πλάτη με κιτρινοκάστανο χρωματισμό στον οποίο διακρίνονται λευκά στίματα που περιβάλλονται από μαύρο δίσκο. Η κοιλιακή επιφάνεια διαθέτει ωχρόλευκο χρωματισμό χωρίς εμφανή στίγματα.
Ενδιαίτημα:
Εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με μαλακό και αμμώδες υπόστρωμα όπως θαμώνες και καλλιέργειες σε χαμηλό υψόμετρο. Ακολουθεί ημικρυπτικό πρότυπο διαβίωσης και συνήθως είναι κρυμμένο σε λαγούμια μέσα στο έδαφος. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τα 600m υψόμετρο.
Εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με μαλακό και αμμώδες υπόστρωμα όπως θαμώνες και καλλιέργειες σε χαμηλό υψόμετρο. Ακολουθεί ημικρυπτικό πρότυπο διαβίωσης και συνήθως είναι κρυμμένο σε λαγούμια μέσα στο έδαφος. Απαντάται από την παραλία μέχρι και τα 600m υψόμετρο.
Τροφή:
Τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα όπως έντομα και σαλιγκάρια.
Τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα όπως έντομα και σαλιγκάρια.
Αναπαραγωγή:
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 3-11 αυγά τα οποία εκκολάπτονται μετά από 2-3 μήνες.
Παγκόσμια εξάπλωση: Κεντρική και βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή μέχρι Πακιστάν, Αραβική χερσόνησο, νοτιοανατολική Τουρκία, Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα.
Αναπαράγεται κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Τα θηλυκά ωοαποθέτουν συνήθως 3-11 αυγά τα οποία εκκολάπτονται μετά από 2-3 μήνες.
Παγκόσμια εξάπλωση: Κεντρική και βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή μέχρι Πακιστάν, Αραβική χερσόνησο, νοτιοανατολική Τουρκία, Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα.
Κατάσταση: Κοινό
Ιδιαίτερη Προστασία:
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
• Προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΚ (Παράρτημα ΙV)
• Προστατεύεται από τον Κυπριακό Νόμο 153(Ι)2003 (Παράρτημα ΙΙΙ)
• Προστατεύεται από την Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ)
Πηγη ΕΡΠΕΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
No comments:
Post a Comment